- λαγωδίας
- λαγωδίας, ὁ (Α)είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. -ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγωδίαν — λαγωδίᾱν , λαγωδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) λαγωδίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek